- φλεβοτομίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια νηματόκερων δίπτερων εντόμων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος φλεβοτόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phlebotomidae].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… … Dictionary of Greek
φλεβοτόμος — Δίπτερο μυζητικό έντομο. Bλ. λ. σκνίπα. * * * ο / φλεβοτόμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τέμνει φλέβες 2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος ζωολ. γένος… … Dictionary of Greek